φαλακροῦ

φαλακροῦ
φαλακρόομαι
become bald
pres imperat mp 2nd sg
φαλακρόομαι
become bald
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
φαλακρός
baldheaded
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • плѣшивъ — (6*) пр. Плешивый: ѥмѹ же… предъста нощью ѡц҃ь… лице||мь же бледъмь. и главою же плѣшивъ. (ἐψιλωμένος) ЖФСт к. XII, 153–153 об.; ˫ави ми сѧ чл҃вкъ старъ плешивъ. въ бѣлахъ ризахъ. ПрЛ 1282, 78г; то же СбТр XIV/XV, 206 об.; микита плѣшивъ бородатъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Azuré du Falakron — Polyommatus androconu …   Wikipédia en Français

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • λιβαδερό — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 100 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Φαλακρού όρους. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας. Μέχρι το 1953 ονομαζόταν Μοκρός. 2.… …   Dictionary of Greek

  • ψιλότης — ητος, ἡ, Α [ψιλός] 1. η ιδιότητα τού φαλακρού 2. (για γυναικείο σώμα) η ιδιότητα τού λείου 3. γραμμ. έλλειψη δασέος πνεύματος, απουσία δασύτητας …   Dictionary of Greek

  • Αγγίτης — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 600 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προσοτσάνης. II Ποταμός της Μακεδονίας. Πηγάζει από τις νότιες προσβάσεις του Φαλακρού όρους και εκβάλλει στον Στρυμόνα ποταμό, του οποίου θεωρείται… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαφρίντ Στράβων — (Walafrid Strabo, Σουηβία 808 –849). Γερμανός θεολόγος και συγγραφέας. Μαθητής του Ραμπάνο Μάουρο στο μοναστήρι της Φούλντα και αργότερα παιδαγωγός του Καρόλου του Φαλακρού στην αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς. Από το 838, διετέλεσε ηγούμενος… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Βερντέν — (Verdun). Πόλη (19.500 κάτ. το 2002) της βορειοανατολικής Γαλλίας, στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Λορένης, κοντά στον ποταμό Μεζ της ομώνυμης περιοχής. Τo B. ήταν στην αρχαιότητα αποικία Κελτών και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους αναδείχτηκε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”